- σκολνώ
- βλ. σχολνώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αποσχολάζω — κ. σκολάζω κ. –σκολνώ (AM ἀποσχολάζω) σταματώ την απασχόληση μου, ξεκουράζομαι μσν. (για στράτευμα) εγκαθίσταμαι κάπου και ησυχάζω αρχ. 1. ψυχαγωγούμαι με κάτι 2. διαθέτω χρόνο για να κάνω κάτι … Dictionary of Greek
σκολώ — και διαλ. τ. σκολνώ, άω, Ν βλ. σχολάζω … Dictionary of Greek
σχολάζω — ΝΜΑ, και σκολάζω και σχολώ ή σχολάω και σκολώ ή σκολάω και σχολνώ ή σχολνάω και σκολνώ ή σκολνάω Ν, και βοιωτ. τ. σχολάδδω Α σταματώ να κάνω κάτι, διακόπτω την εργασία μου για να αναπαυθώ (α. «συνήθως σχολάμε στις δύο» β. «σχολάσαμε νωρίς από το… … Dictionary of Greek
σχολνώ — και σκολνώ και σχολάζω σχόλασα, σχολασμένος 1. τελειώνω τα μαθήματα μιας μέρας: Σχολνάμε κάθε μέρα στις 2 μ.μ. 2. αμτβ., σταματώ να εργάζομαι: Σκολνάμε αργά από τη δουλειά και δεν έχουμε καθόλου ελεύθερο χρόνο. 3. απολύω κάποιον από τη δουλειά:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)